- λευκώλενον
- λευκώλενοςwhite-armedmasc/fem acc sgλευκώλενοςwhite-armedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερδογαμώ — κερδογαμῶ, έω (Α) παντρεύομαι για να αποκομίσω κέρδος («λευκώλενον λίνον κερδογαμεῑς ἐπὶ τῶν αἰσχρὰς ἐπὶ κέρδει γαμούντων» παροιμ. για όσους παντρεύονται άσχημες γυναίκες με σκοπό το κέρδος, Διογενιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κερδόγαμος < κέρδος +… … Dictionary of Greek
λευκώλενος — η, ο (Α λευκώλενος, ον) αυτός που έχει λευκούς βραχίονες («ἣ τέκε Περσεφόνην λευκώλενον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ὠλένη (πρβλ. γλαυκ ώλενος)] … Dictionary of Greek